υπεύθυνος

υπεύθυνος
-η, -ο/ ὑπεύθυνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν.
γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.)
2. αυτός που έχει την ευθύνη, από τον οποίο είναι δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, υπόλογος (α. «ο υπεύθυνος εκδότης» β. «τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.
γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το υπευθυνο(ν)
το να έχει κανείς την ευθύνη για κάτι ή το να είναι υπεύθυνος, να έχει επίγνωση τών ευθυνών του, η υπευθυνότητα
νεοελλ.
1. αυτός που παρέχεται με την ευθύνη κάποιου, για τον οποίο εγγυάται κάποιος («υπεύθυνη δήλωση»)
2. αυτός που φέρεται με υπευθυνότητα, που ενεργεί με αίσθημα ευθύνης και σοβαρότητας («είναι υπεύθυνος άνθρωπος»)
3. προϊστάμενος («υπεύθυνος τού τμήματος πωλήσεων»)
3. φρ. «αστικώς υπεύθυνος»
(νομ.) ο κατά νόμο υπόχρεος σε αποζημίωση τού πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου τού οποίου την αστική ευθύνη φέρει ο πολιτικώς εναγόμενος ενώπιον τού ποινικού δικαστηρίου
μσν.-αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε κάτι («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ένοχος ενώπιον τού θεού, αμαρτωλός («μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ ἀνεύθυνος», Επιφ.)
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπεύθυνοι
(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι μετά τη λήξη τής θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους ευθυνους ή στους λογιστάς·β) οι υπήκοοι
2. φρ. «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο έλεγχος και η κρίση θεατρικής παράστασης (Εύπ.).
επίρρ...
υπευθύνως / ὑπευθύνως ΝΑ, και υπεύθυνα Ν
νεοελλ.
1. με υπευθυνότητα, με αίσθημα ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)
2. με βεβαιότητα, εγγυημένα («σέ βεβαιώνω υπεύθυνα»)
αρχ.
με το να υπόκειται κανείς σε λογοδοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -εύθυνος (< εὐθύνη), πρβλ. αν-εύθυνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεύθυνος — ὑπεύθῡνος , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ответственный —    • Ύπεύθυνος          (ответственный). Действительные государственные чиновники (α̉ρχαί) в Афинах были ответственны перед высшим правительством, в противоположность подчиненные (υ̉πηρέται); эта ответственность перед ευ̉θύναι и λογισταί была… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • повиньныи — (138) пр. 1.Являющийся причиной чегол.: сь льстьць къ симъ. всего бл҃га и зъла. повиньна быти б҃а проповѣда. (αἴτιον) КЕ XII, 274б; манихеане… си равьнѹмощьнѹ. и противьновьрстѹ хѹлѧть б҃жства ово ѹбо свѣта. ово же тьмы повиньни сл҃нце и лѹнѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”